λιποδυστροφία

λιποδυστροφία
η
(βιολ.-ιατρ.) διαταραχή τού μεταβολισμού τών λιπών η οποία προκαλεί απώλεια λίπους από τους ιστούς και αποτελεί δυστροφία τού λιπώδους ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipodystrophy < lip(o)- (< λίπος) + dystrophy (< δυστροφία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • λίπος — το (AM λίπος, ους) ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.) νεοελλ. 1. (ανατ. φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος τού λιπώδους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”